- φέρλονγκ
- το, Νάκλ. μετρολ. μονάδα μήκους χρησιμοποιούμενη στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις Ηνωμένες Πολιτείες, ισοδύναμη προς 220 γιάρδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. furlong].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek